δημάρατος

δημάρατος
Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος ευγενής (7ος αι. π.Χ.). Καταγόταν από τον οίκο των Βακχιαδών. Καταδιώχθηκε από τον Κύψελο και έφυγε από την Κόρινθο στα μέσα του 7ου αι. π.Χ., παίρνοντας μαζί του πολλούς καλλιτέχνες. Εγκαταστάθηκε στην Ετρουρία της Ιταλίας, όπου έγινε βασιλιάς της πόλης των Ταρκυνίων. Ο γιος του, από τον γάμο του με ντόπια γυναίκα, πήγε στη Ρώμη, έγινε φίλος του βασιλιά Μαρκίου Άνκου, τον οποίο διαδέχτηκε με το όνομα Ταρκύνιος Πρίσκος. 2. Βασιλιάς της Σπάρτης (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Όπως αφηγείται ο Ηρόδοτος, ο Δ. συμβασίλευε με τον Κλεομένη, ο οποίος όμως φρόντισε για την καθαίρεσή του με τη σύμπραξη του Λεωτυχίδη, συγγενή και διαδόχου του Δ. O Δ. καθαιρέθηκε και κατέφυγε γύρω στο 492/1 στην αυλή της Περσίας. Εκεί έγινε σύμβουλος του Δαρείου και πήρε ως δώρο τις προσόδους από τις πόλεις της Μυσίας Πέργαμο, Τευθρανία και Αλίσαρνα. Μεγαλύτερη επιρροή είχε στον Ξέρξη, γιατί συνέβαλε να οριστεί αυτός διάδοχος του Δαρείου. Παρά την ισχύ του, όμως, δεν κατόρθωσε να τον αποτρέψει και μάλιστα τον συνόδευσε στην εκστρατεία του κατά της Ελλάδας. Οι απόγονοι του Δ. βασίλευσαν στην Πέργαμο και το 399 π.Χ. ενώθηκαν με τους Σπαρτιάτες εναντίον του Τισσαφέρνη. Ο Δ. αναφέρεται και ως Δαμάρατος.
* * *
δημάρατος, -ον (AM)
1. αυτός τον οποίο επιθυμεί ο λαός, που αναδεικνύεται με τις ευχές τού λαού
2. (ως κύρ. όν. προσ.) Δημάρατος
όνομα βασιλέων τής Σπάρτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + αρατός < αρώμαι*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Δημάρατος — Δημ/αρατος masc nom sg Δημάρατος prayed for by the people masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημάρατος — δημάρᾱτος , δημάρατος prayed for by the people masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημάρατος, Κωνσταντίνος — (Βούρμπιανη, Ήπειρος 1760 – 1838). Αρχιγραμματέας του Αλή πασά των Ιωαννίνων. Ήταν περισσότερο γνωστός με το όνομα Κώστας Γραμματικός. Σε νεαρή ηλικία προσελήφθη στην υπηρεσία του πασά και γρήγορα ανέλαβε τη διεύθυνση των οικονομικών του. Όπως… …   Dictionary of Greek

  • Демарат — (Δημάρατος). 1) Сын Аристона, царь спартанский из младшей династии (ок. 510 491 до Р. Хр.). Соперничая с Клеоменом I, своим соправителем, Д. расстроил предполагавшуюся войну спартанцев в союзе с беотийцами и халкидцами против Афин с целью… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Λεωτυχίδας ή Λευτυχίδας — (; – 469; π.Χ.). Βασιλιάς της Σπάρτης (491 476; π.Χ.). Καταγόταν από το γένος των Ευρυπωντιδών και διαδέχθηκε στον θρόνο τον Δημάρατο με τη βοήθεια του Κλεομένη. Ο Λ. ήθελε να εκδικηθεί τον Δημάρατο για λόγους ερωτικής αντιζηλίας και ορκίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Δημαράτου — Δημ/αρατος masc gen sg Δημάρατος prayed for by the people masc gen sg Δημαράτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημαράτῳ — Δημ/αρατος masc dat sg Δημάρατος prayed for by the people masc dat sg Δημαράτος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημάρατον — δημάρᾱτον , δημάρατος prayed for by the people masc/fem acc sg δημάρᾱτον , δημάρατος prayed for by the people neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Demaratus — (Greek: Δημάρατος) was a king of Sparta from 515 until 491 BC, of the Eurypontid line, successor to his father Ariston. As king, he is known chiefly for his opposition to the other, co ruling Spartan king, Cleomenes I. Contents 1 Biography 2… …   Wikipedia

  • Damaratos — (dor. Δαμάρατος, Dāmárātos; ion. Δημάρατος, Dēmárātos) war spartanischer König aus dem Geschlecht der Eurypontiden von ca. 515 bis ca. 491 v. Chr. Nach einem gescheiterten Angriff auf Athen 506 v. Chr. war er mit seinem Mitkönig Kleomenes… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”